- στρίμωγμα
- το, Νβλ. στρύμωγμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πατίκωμα — το συμπίεση, μπήξιμο, στοίβαγμα, στρίμωγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στοίβαγμα — το 1. σχηματισμός σωρού. 2. στρίμωγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρίμω(γ)μα — το συνωστισμός: Είναι απαράδεκτο το στρίμωγμα τόσων επιβατών στα αστικά λεωφορεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνωστισμός — ο 1. στρίμωγμα. 2. πυκνή συγκέντρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)